- οίμωγμα
- οἴμωγμα, τὸ (Α) [οιμώζω]θρηνητική κραυγή, θρήνος, οιμωγή («πίπτει πρὸς οὖδας μυρίοις οἰμώγμασι Πενθεύς», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἴμωγμα — cry of lamentation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰμωγμάτοιν — οἴμωγμα cry of lamentation neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰμωγμάτων — οἴμωγμα cry of lamentation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰμώγμασι — οἴμωγμα cry of lamentation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰμώγμασιν — οἴμωγμα cry of lamentation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύλαγμα — άγματος, και ὕλασμα, άσματος, τὸ, Α 1.το γάβγισμα τού σκυλιού, υλακή 2. στον πληθ. τὰ ὑλάγματα μτφ. αισχρά λόγια 3. φρ. «νήπια ὑλάγματα» μτφ. λόγια δηλωτικά οργής, θυμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω, φωνάζω» με ουρανική εκφραστική… … Dictionary of Greek